- πλιατσικολόγημα
- το , πλιατσικολόγία η см. πλιάτσικο 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλιατσικολόγημα — το, ατος λεηλασία, διαρπαγή, λαφυραγωγία: Μπήκαν στο χωριό και ρίχτηκαν στο πλιατσικολόγημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλιατσικολόγημα — το, Ν η πράξη και το αποτέλεσμα τού πλιατσικολογώ, λαφυραγωγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλιατσικολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πλιατσικολογία — η, Ν [πλιατσικολόγος] η πράξη τού πλιατσικολογώ, το πλιατσικολόγημα … Dictionary of Greek